- πολύμοχθος
- -η, -ο / πολύμοχθος, -ον ΝΜΑαυτός τον οποίο αποκτά κανείς με πολύ μόχθο, που απαιτεί πολύ μόχθο, επίμοχθος, επίπονος (α. «πολύμοχθες προσπάθειες», β. «πολύμοχθο επάγγελμα» γ. «πολύμοχθος Ἀρετὰ γένει βροτείῳ», Αριστοτ.)μσν.-αρχ.αυτός που μοχθεί πολύ, που καταβάλλει πολλούς κόπους (α. «τὰ τῆς ματαιότητος καὶ πολυμόχθου σαρκός», Νεκρ. Ακολ.β. «τῶν πολυμόχθων Τρωιάδων», Ευρ.)αρχ.επεξεργασμένος με πολύ μόχθο («πολυμόχθω γεγενημέναν [ἠλακάτην]», Θεοκρ.).επίρρ...πολυμόχθως ΜΑμε πολύ μόχθο, με πολύ κόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μόχθος (πρβλ. επί-μοχθος)].
Dictionary of Greek. 2013.